διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Ανδρομέδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά των Κηφήνων (ή Αιθιόπων) Κηφέα και της Κασσιόπης. Σύμφωνα με χρησμό του μαντείου του Άμμωνα, την εγκατέλειψαν σε έναν βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει θαλάσσιο τέρας που είχε στείλει ο Ποσειδώνας ο… … Dictionary of Greek
Προάλπεις — (Voralpen γερμανικά, Basses Alpes γαλλικά, Prealpi ιταλικά). Ορεινά ανάγλυφα που συνοδεύουν σε όλο σχεδόν το μήκος τους τις νότιες και τις βόρειες κλιτύες των Αλπεων. Διαφέρουν από τις Άλπεις στη φύση των πετρωμάτων, στη μορφολογία, στην… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek